- λεπτοποίησις
- λεπτοποίησις, ἡ (Α) [λεπτοποιώ]1. λέπτυνση2. κονιοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτοποιήσει — λεπτοποίησις making fine fem nom/voc/acc dual (attic epic) λεπτοποιήσεϊ , λεπτοποίησις making fine fem dat sg (epic) λεπτοποίησις making fine fem dat sg (attic ionic) λεπτοποιέω make fine aor subj act 3rd sg (epic) λεπτοποιέω make fine fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοποίησιν — λεπτοποίησις making fine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοποιήσεως — λεπτοποιήσεω̆ς , λεπτοποίησις making fine fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)